Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Το ελληνικό κρασί σε νέα εποχή


Η διάδοση της τέχνης και της επιστήμης της παραγωγής κρασιού πέρα από τα σύνορα της Δυτικοευρωπαϊκής πατρίδας του, έχει οδηγήσει κάποιες χώρες στην αυτοκτονία, κι έχει αναστήσει κάποιες άλλες.
Η Γαλλία είναι που υποφέρει υλικά, ολοένα και πιο παραγκωνισμένη, συχνά για κανέναν άλλο λόγο πέραν του schadenfreude (σ.τ.μ.: χαιρεκακία). Παρά τη μακραίωνη ιστορία της οινικής της κουλτούρας, η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει επωφεληθεί στο έπακρο από την παγκοσμιοποίηση.
Έχει πλέον εξοικειωθεί με τις σύγχρονες τεχνικές παραγωγής κρασιού και για πρώτη φορά μπορεί να κρατήσει κεφάλι και... ποτήρια ψηλά.
Βέβαια, η εικόνα του ελληνικού κρασιού δεν έχει αλλάξει τόσο πολύ. Παράγονται ακόμη ”provincial” κρασιά. Στο Ομηρικό νησί της Ιθάκης συνάντησα σταφύλια που μετατρέπονταν σε ξύδι πριν ακόμη μαζευτούν.
Όσοι κάνουν οικονομικές διακοπές παραπονιούνται ακόμη για τον πονοκέφαλο που προκαλεί η υπερβολική κατανάλωση Ρετσίνας ή Μαυροδάφνης. Και το αξιόπιστο Demestica της Achaia Clauss συγχέεται τόσο συχνά με το όνομα ενός κοινού λεκέ που έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.
Οι τουρίστες δεν έρχονται απαραίτητα στην Ελλάδα έχοντας το φαγητό ή το κρασί στο μυαλό τους, και δεν είναι πολλά αυτά που μαθαίνουν για το ελληνικό κρασί όσο βρίσκονται εδώ.
Η Ελλάδα έκανε τα πρώτα βήματα στην αναδιαμόρφωση των κρασιών της πριν από μια γενιά. Ήταν στο κτήμα Καρράς στη Μακεδονία, λίγο δυτικότερα από την ιδιαίτερη πατρίδα του Διονύσου, τη Θράκη, όπου οι γαλλικές οινοπαραγωγικές τεχνικές εισήχθησαν από το μακαρίτη Ιωάννη Καρρά, έναν πλοιοκτήτη που συμβουλεύθηκε τον πανταχού παρών Γάλλο οινολόγο Emil Peynaud.
Το κτήμα ανακτήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση τη δεκαετία του ’80 και από τότε παλεύει να ανακτήσει τη φήμη του, αλλά απέδειξε ότι η χώρα μπορεί να παράγει αξιοπρεπέστατα κρασιά, έστω και με γαλλικό αξάν.
Ο John Carras υιοθέτησε μια κοσμοπολίτικη οπτική και η επιρροή από το εξωτερικό κατέστη καθοριστική για τα ελληνικά κρασιά. Η διάθεση του Chateau Carras στο Harrods, το λονδρέζικο πολυκατάστημα, στάθηκε η πρόκληση για τους υπόλοιπους Έλληνες παραγωγούς να το συναγωνιστούν.
Τα νέας γενιάς κρασιά, από το κτήμα Σεμέλη, βόρεια της Αθήνας, γεννήθηκαν επίσης το 1979. Ο παραγωγός Γεώργιος Κοκοτός και η αγγλίδα γυναίκα του Anne πιστεύουν στην προσφορά μιας γαστριμαργικής δημιουργίας, που περιλαμβάνει ελληνικές ποικιλίες, αλλά επιδεικνύει επίσης την αφοσίωσή της στη Γαλλία.
Το Achaia Clauss ήταν το πνευματικό τέκνο του Βαυαρού Gustav Clauss και η Μαυροδάφνη του 1873 ήταν αφιερωμένη στον Καγκελάριο Bismarck. Ένας ακόμη πρωτοπόρος στην εν λόγω αναζήτηση ήταν η Ελληνογερμανική ομάδα της Eva Maria Boehme και του συζύγου της Χάρη Αντωνίου, στο Κτήμα Εύχαρις (το όνομα είναι ένα αμάλγαμα των ονομάτων τους).
Η Achaia Clauss, όπως και το Κτήμα Μπουτάρη στην Κρήτη, καταφέρνει να δημιουργεί μία σειρά παραδοσιακών ελληνικών κρασιών, τα οποία αποφεύγουν τους κινδύνους της απλοϊκότητας και μπορούν να αποδειχθούν υπέροχα με τον τρόπο τους, όπως η Σκάλα του Μπουτάρη.
Το μυστικό της Ελλάδας είναι η τεράστια ποικιλία περιοχών που έχει να προσφέρει, από τις πέτρινες ταράτσες στα ηπειρωτικά μέχρι τους ορεινούς αμπελώνες στα νησιά του Ιονίου και την Πελοπόννησο.
Με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, δεν υπάρχει λόγος αυτές οι περιοχές να μην μπορούν να προσφέρουν μια ευρεία γκάμα γεύσεων. Το ηφαιστιογενές νησί της Σαντορίνης λατρεύεται ορθώς από τους φίλους του κρασιού παγκοσμίως για τα εξαιρετικά ξηρά λευκά κρασιά του.
Οι προοπτικές της Σάμου αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά από Γάλλους οινολόγους στην περίοδο μεταξύ Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και η Γαλλία είναι ακόμη μια βασική αγορά στην οποία προωθούνται τα υπέροχα μοσχάτα κρασιά της.
Όμως δεν είναι μόνο οι διαφορές στη μορφολογία του εδάφους: υπάρχουν ποικιλίες που μπορούν να αναδειχθούν όταν επιδεχτούν την κατάλληλη επεξεργασία. Ακόμη και το Σαβατιανό- ένα από τα συστατικά της ρετσίνας- δίνει εντυπωσιακό αποτέλεσμα από τον παραγωγό Μεγαπάνο για παράδειγμα, ή την εταιρία Αμπελώνες Βασιλείου.
Όσον αφορά τα κόκκινα κρασιά, οι δυο αξιοπρόσεκτες τοπικές ποικιλίες είναι το Αγιωργίτικο και το Ξινόμαυρο. Έχω εντυπωσιαστεί περισσότερες από μια φορά από το Ράμνιστα, μια ποικιλία ξινόμαυρου από τον Κυρ-Γιάννη στη Μακεδονία.
Όμως η Ελλάδα τα πάει καλά και με τις ξένες -ιδίως τις γαλλικές- ποικιλίες. Δοκίμασα ένα πραγματικά εντυπωσιακό και φρουτώδες Μακεδονικό Σιρά από τον Τσάνταλη και η ίδια εταιρία δημιουργεί και ένα ελαφρύ Καμπερνέ από την Χαλκιδική. Κάποιες άλλες εταιρίες ειδικεύονται σε μείγματα εισαγόμενων και εγχώριων οίνων. Ένα από τα καλύτερα κρασιά που δοκίμασα πρόσφατα ήταν το Μετόχι του Τσάνταλη, το οποίο συνδυάζει Καμπερνέ με μια μικρή ποσότητα Λημνιό.
Όπως το θέτει και ο Αλέξανδρος Ανδρεάδης, της Wines from Greece: ”Ξεχάστε ό,τι ξέρατε για το ελληνικό κρασί”.
Η Ελλάδα έχει επίσης σημαντικό πλεονέκτημα έναντι ορισμένων χωρών -όπως η Αυστρία και η Γερμανία για παράδειγμα- όχι μόνο στο ότι το ελληνικό φαγητό έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά και στο ότι υπάρχουν πολλά ελληνικά εστιατόρια. Και εάν τα εστιατόρια πειστούν να βελτιώσουν τις λίστες τους, θα μπορούσε να υπάρχει ισχυρή παγκόσμια ζήτηση για αυτό το ”νέο κύμα” ελληνικών κρασιών.
Όταν αυτό συμβεί, το μήνυμα θα έχει βγει επιτέλους από το μπουκάλι.
Πηγή: FT.com
Συγγραφέας: Giles MacDonogh
Επαναδημοσιευμένο από το http://www.e-oinos.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου