APPELLATION: TOSCANA
Ενα μικρό οδοιπορικό σε μία από τις πιο «ευλογημένες γωνιές» της ιταλικής γης, πατρίδα πολλών φημισμένων κρασιών ΟΙΝΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Είναι μία από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη οινοπαραγωγός περιοχή της Ιταλίας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Ιταλικής Χερσονήσου. Στα ανατολικά της έχει τα Απέννινα Ορη και στα δυτικά βρέχεται από το Τυρρηνικό Πέλαγος. Χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή λόφων και κοιλάδων. Στη διάρκεια των ζεστών και παρατεταμέvων καλοκαιριών της, οι λόφοι και τα βουνά με τους ανέμους τους αλλά και η θαλασσινή αύρα δροσίζουν τα σταφύλια και τα βοηθούν να δώσουν «τον καλύτερο εαυτό τους».
Κυρίαρχη ποικιλία της Τοσκάνης είναι το Sangiovese, που δίνει κόκκινα κρασιά, γνωστό επίσης ως Brounello και Prugnolo Gentile. Αλλες σημαντικές ερυθρές ποικιλίες είναι το Canaiolo Nero και το Mammolo, το Cabernet Chauvignon, το Merlot και σε μικρότερες εκτάσεις τα Cabernet Franc, Petit Verdot, Syrah. Στις λευκές ποικιλίες, το Trebbiano καταλαμβάνει ένα σημαντικό ποσοστό του αμπελώνα, το οποίο όμως μειώνεται χρόνο με το χρόνο, καθώς οι Ιταλοί παραγωγοί το αντικαθιστούν με άλλες ποικιλίες, λιγότερο παραγωγικές και περισσότερο ποιοτικές. Ποικιλίες όπως η Malvasia, το Moschato Bianco ή το Vermentino είναι επίσης παρούσες αλλά ανοδική πορεία παρουσιάζουν και το Chardonnay, το Pinot Noir, το Chauvignon Blanc. Η σημαντικότερη, πάντως, λευκή γηγενής ποικιλία είναι η Vernaccia, η αναγέννηση της οποίας έδωσε το πρώτο λευκό DOCG Vernaccia di San Gimignano.
Η πατρίδα του Chianti
Αναμφισβήτητα, η πιο γνωστή περιοχή της Τοσκάνης είναι το Chianti. Μεταξύ Φλωρεντίας και Σιέννας, υπήρξε στο παρελθόν μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης αυτών των δύο μεγάλων πόλεων για το ποια θα την έχει υπό την κυριαρχία της. Oταν, το 1555, η Φλωρεντία κατάφερε τελικά να την εντάξει στη δικαιοδοσία της, ξεκίνησε για το Chianti μια μακρά περίοδος ανάπτυξης που διακόπηκε από τη φυλλοξήρα και τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Το πρώτο έγγραφο στο οποίο ένα κρασί χαρακτηρίστηκε ως Chianti χρονολογείται από το 1404 και είναι η παραγγελία ενός εμπόρου. Πολύ αργότερα, τον 18ο αιώνα, ο Μέγας Δούκας της Τοσκάνης οριοθέτησε τη ζώνη παραγωγής του κρασιού που μπορούσε να φέρει αυτό το όνομα. Μια μεγάλη έκρηξη στη ζήτηση κρασιού παρατηρήθηκε κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της εμφάνισης φυλλοξήρας στην Ευρώπη. Ακολούθησε όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, η πτώση της ζήτησης, όταν επανήλθε η ισορροπία στους ξαναφυτεμένους αμπελώνες. Το 1932, τέθηκαν νέα όρια της ζώνης, διπλασιάζοντας την αρχική έκτασή της. Ετσι προέκυψε η Chianti Classico.
Σύμφωνα με την παράδοση, το Chianti προέρχεται κυρίως από Sangiovese (70% - 90%), που του δίνει σώμα και αλκοόλη, και Canaiolo, που μαλακώνει την σκληρότητά του και συνεισφέρει στο άρωμα, εμπλουτισμένο με Malvasia και Trebbiano, που ενισχύουν το άρωμά του και το κάνουν ελαφρύτερο και ιδανικό για το καθημερινό τραπέζι.
Η παραγωγή από τον οίκο Αντινόρι ενός κρασιού από Sangiovese με μικρή συμμετοχή Cabernet Chauvignon οδήγησε στο θαυμάσιο Tignanello, τη δική τους «σημαία επανάστασης» ενάντια στη δυσκίνητη οινική νομοθεσία. Γρήγορα ακολούθησε ένα άλλο κρασί, η Solaia, με αντεστραμμένες αυτή τη φορά τις αναλογίες των δύο ποικιλιών - εδώ, το Cabernet Chauvignon υπερτερούσε. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν τα κρασιά Super Tuscans και άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο στην παγκόσμια αγορά των ποιοτικών κρασιών...
Τα κρασιά που αγαπούσε το Βατικανό
Νοτιότερα της Σιέννας βρίσκονται δύο πολύ μικρές ζώνες παραγωγής δύο ονομαστών κρασιών. Η πρώτη, γύρω από τη μικρή πόλη Μονταλτσίνο, είναι το Brunello di Montalcino και δημιουργήθηκε από την οικογένεια Σάντι (σήμερα Μπιόντι-Σάντι) σχεδόν έναν αιώνα πριν. Εδώ παράγεται ένα κρασί από Sangiovese. Η παλιά μέθοδος παραγωγής του προέβλεπε μια ζύμωση αργή και μακρά μαζί με τα στέμφυλα, για μέγιστη εκχύλιση χρώματος και αρώματος και την ακολουθούσε παλαίωση για χρόνια σε μεγάλα δρύινα βαρέλια πριν το κρασί καταλήξει στη φιάλη, δυνατό και «συμπαγές».
Ο αέρας της ανανέωσης όμως φύσηξε και στην περίπτωση αυτή με αποτέλεσμα τα κατ' ελάχιστο τέσσερα χρόνια παλαίωσης στο βαρέλι να μειωθούν σε δύο. Ετσι, όταν εμφιαλώνεται το κρασί υπάρχει ακόμη αρκετό φρούτο για να ισορροπήσει τη δύναμή του.
Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα ελαφρύτερο κρασί που βγαίνει στην αγορά μόλις ένα χρόνο μετά την παραγωγή του, το «Rosso di Montalcino» DOC. Και, για να καταγράψουμε ένα εντυπωσιακό στοιχείο, η συγκεκριμένη ζώνη, από τα 600 στρέμματα που αριθμούσε το 1960, σήμερα ξεπερνά τα 1.500.
Η δεύτερη μικρή ζώνη, νοτιοανατολικά της Σιέννας, είναι το Vino Nobile di Montepulciano. Το Μοντεπουλτσιάνο είναι μια μικρή πόλη χτισμένη πάνω σε λόφο, κυκλωμένη από αμπελώνες με Sangiovese, Canaiolo αλλά και άλλες ποικιλίες, λευκές και ερυθρές. Το 14ο αιώνα, το κρασί που παρήγε έχαιρε της προτίμησης του Βατικανού, στα τέλη της δεκαετίας του '70 όμως είχε ήδη χάσει κάθε την παπική εύνοια.
Η περίπτωση Αντινόρι
Oταν το 1940 ο Μαρκήσιος Incisa della Rochetta διάλεγε δέκα στρέμματα στο κτήμα του το Σαν Γκουίντο στο Bolgueri, περιοχή που ήταν τότε ένας παραμελημένος οπωρώνας, για να φυτέψει Cabernet Chauvignon, μάλλον δεν φανταζόταν όσα θα ακολουθούσαν. Το 1974, μια Sassicaia έξι ετών -έτσι είχε ονομάσει την τοποθεσία και το κρασί που παραγόταν- κατάφερε να καταπλήξει τους οινόφιλους με τη νίκη της σε γευστική δοκιμή του έγκυρου περιοδικού Decanter. Στη δεκαετία του '80, ο ανιψιός του Μαρκήσιου, ο Λοντοβίκο Αντινόρι, φύτεψε στο κτήμα που είχε κληρονομήσει, στην Ornelaia, ποικιλίες όπως Merlot, Cabernet και με λιγότερη επιτυχία Chauvignon Blanc. Ταυτόχρονα, ο αδελφός του Πιέτρο, έκανε άλλους πειραματισμούς στο δικό του κτήμα, στην Tenuta Belvedere. Η επιτυχία των κρασιών τους και οι δυνατότητες που προσέφεραν οι νεοφυτεμένες ποικιλίες, έκαναν και άλλους παραγωγούς, όπως ο Angelo Gaja από το Πιεμόντε και ο Ruffino από το Κιάντι, να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.
Για το επιδόρπιο...
Αυτή η μικρή βόλτα στον αμπελώνα της Τοσκάνης θα κλείσει, όπως και ένα πολύ καλό γεύμα, με ένα επιδόρπιο κρασί, το Vinο Santo. Η νομοθεσία αναφέρει το Trebbiano και τη Malvasia ως τις ποικιλίες (μαζί ή μία από τις δύο) που αποτελούν το 70% της σύνθεσής του. Ομως, σ' αυτό μπορούν να συμμετέχουν και μη λευκές ποικιλίες, αφού επιτρέπεται ακόμη και το Sangiovese.
Τα σταφύλια, αφού τρυγηθούν, απλώνονται πάνω σε στρώματα από άχυρο για να αφυδατωθούν. Μαζεύονται από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο και, αφού πιεστούν, ο μούστος μπαίνει σε μικρά βαρέλια για να ζυμωθεί. Παλαιώνει τουλάχιστον για τρία χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου