Ο Δίας θαμπώθηκε από την ομορφιά της παρθένας κόρης του Κάδμου Σεμέλης κι ενώθηκε μαζί της. Καρπός του έρωτά τους ήταν ο Διόνυσος. Έξαλλη απ’ την ζήλεια της η Ήρα, θέλοντας να τους εκδικηθεί, εμφανίζεται στη Σεμέλη και την πείθει να ζητήσει από τον Δία γι’ απόδειξη της αγάπης του, να εμφανιστεί μπροστά της με την θεϊκή μορφή του. Όταν λοιπόν την επισκέφτηκε ο Δίας στην κάμαρά της, του ζήτησε να πάρει τη θεϊκή μορφή του. Άδικα αυτός προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη! Εμφανίσθηκε λοιπόν μπροστά της μ’ όλο το θεϊκό του μεγαλείο. Ήταν αδύνατο ν’ αντέξει η δύστυχη θνητή τη λάμψη των κεραυνών και των αστραπών που έφευγαν από τα χέρια του! Την τύλιξαν οι φλόγες! Ο Δίας πρόλαβε κι έσωσε το παιδί που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του. Έτσι μετά από εννέα μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του πατέρα του.
Επειδή όμως γνώριζε πως η ζήλεια κι ο θυμός της Ήρας θα ξεσπάσουν στο νεογέννητο Διόνυσο, ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του, ο οποίος έδωσε τον Διόνυσο στην αδερφή της Σεμέλης, την Ινώ. Η Ήρα όμως τρέλανε την Ινώ και τον άνδρα της κι άρχισαν να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Ο Ερμής πρόλαβε και γλίτωσε τον μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύθηκε στις Νύμφες. Αυτές τον μεγάλωσαν με στοργή κι αγάπη, στο δάσος που κατοικούσαν, σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Όταν κάποτε ο βασιλιάς Λυκούργος τρόμαξε τον Διόνυσο, κυνηγώντας τις Νύμφες, ο Δίας τον τύφλωσε. Την ίδια τύχη είχαν και κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές που αιχμαλώτισαν τον Διόνυσο. Ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώθηκε σ’ ένα άγριο λιοντάρι, που οι βρυχηθμοί του έκαναν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Ο Διόνυσος τους μεταμόρφωσε όλους σε δελφίνια.
Ο Διόνυσος αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από τους ανθρώπους γιατί τους γνώρισε την υπέροχη γεύση του κρασιού. Λένε πως το πρωτοφανέρωσε στον βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος τους έφερε στον βασιλιά του. Ο Οινέας έστυψε τους καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια. Πάντα με το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο γύριζε στις πόλεις. Όπου έβρισκε φιλόξενους και πρόσχαρους ανθρώπους, τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν κρασί. Έτσι έγινε και με τους κατοίκους της Ικαρίας, που τον υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό. Λίγο πριν φύγει από τον τόπο τους, συμβούλεψε το βασιλιά τους τον Ικάριο να φυλάξει καλά το κρασί που έφτιαξε. Αυτός όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή του! Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται με άγριο τρόπο. Πάνω στην μέθη τους σκότωσαν τον Ικάριο κι η κόρη του Ηριγόνη αυτοκτόνησε απ’ την στενοχώρια της.
Σκληρός τιμωρός εμφανίζεται ο Διόνυσος στους εχθρούς του και σ’ όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο λατρείας του. Ενώ είναι γενναιόδωρος κι ευεργέτης για όσους τον τιμούν. Όταν ο βασιλιάς Μίδας φιλοξένησε το δάσκαλό του, το γέρο Σιληνό, που είχε χαθεί, αυτός δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του για να τον ευχαριστήσει. Ο άπληστος Μίδας ζήτησε να μπορεί ότι πιάνει να το μετατρέπει σε χρυσάφι. Σύντομα ο δύστυχος διαπίστωσε πως θα γινόταν βαθύπλουτος αλλά θα πέθαινε από την πείνα και τη δίψα. Το ψωμί που άγγιζε να φάει μετατρεπόταν σε χρυσό και το νερό που ήθελε να πιει σε χρυσαφένιες σταγόνες. Μετανιωμένος ζήτησε από το θεό να τον κάνει όπως πριν κι ο Διόνυσος που τον λυπήθηκε του είπε να λουστεί στα νερά του Πακτωλού για ν’ απαλλαγεί από το μαρτύριό του.
Οι γυναίκες στη ζωή του Διονύσου ήταν οι παραμάνες του όταν ήταν μικρός κι αργότερα οι συντρόφισσές του στ’ ασταμάτητα γλέντια του. Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη, όταν την είδε να κοιμάται. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξο η Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στ’ όνειρο του Θησέα και μ’ απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να τηνκάνει δική του. Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, εμφανίστηκε σαν σωτήρας ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα κι αφού έγινε ο γάμος τους, πέταξαν μακριά με το άρμα του.
Τον Διόνυσο σ’ όλα τα ταξίδια του τον ακολουθούσαν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι, οι Σιληνοί και πολλές φορές ο θεός Πάνας. Με επικεφαλής τον Διόνυσο η μεγάλη πολύβουη παρέα, ξεσήκωνε τον κόσμο με τις φωνές και τα τραγούδια της.Το κρασί έρεε άφθονο και το γλέντι έφτανε στο αποκορύφωμα. Η κεφάτη συντροφιά ταξίδευε από τόπο σε τόπο για να μάθουν όλοι οι άνθρωποι την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του οίνου. Τα ταξίδια τους ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι. Τον ενθουσιασμό και τη χαρά τους μετέδιδαν σ’ όσους συναντούσαν.
Οι Μαινάδες αντιπροσώπευαν το θηλυκό στοιχείο της συντροφιάς και κρατούσαν στο χέρι τους το θύρσο (ένα καλάμι τυλιγμένο με φύλλα κισσού ή κλήματος), όπως ο Διόνυσος. Μερικές φορές κρατούσαν φίδια ή άλλα ζώα. Τα ρούχα τους είναι ελαφρά για να μπορούν να χορεύουν χωρίς δυσκολία. Οι Σάτυροι κι οι Σιληνοί ήταν περίεργα όντα, μέχρι τη μέση άνθρωποι και το κάτω μέρος του σώματός τους ζώα. Ήταν φαλακροί, με μυτερά αυτιά και ουρά. Οι Σάτυροι είχαν πόδια και ουρά τράγου, ενώ οι Σιληνοί είχαν πόδια αλόγου. Πάντα συνόδευαν τον Διόνυσο στο γλέντι, χορεύοντας ασταμάτητα με τη συνοδεία μουσικών οργάνων ή παίζοντας οι ίδιοι τον αυλό και την κιθάρα. Ήταν όμως και πιστοί υπηρέτες του Διόνυσου.Έτρεχαν να βοηθήσουν όταν τους καλούσε στον τρύγο και στο πατητήρι. Άλλωστε αυτή η δουλειά για τους εύθυμους συντρόφους του θεού γινόταν διασκέδαση.
Προς τιμήν του Διονύσου ετελούντο τα Μεγάλα Διονύσια ή Διονύσια εν άστει, μία εκ των μεγαλυτέρων αττικών εορτών, τα μικρά Διονύσια ή εν Άγραις Μυστήρια, εορτή σχετικά με τα Ελευσίνια, οι Χύτροι 3η ημέρα της εορτης των Ανθεστηρίων, οι Χόες 2η ημέρα της εορτής των Ανθεστηρίων, τα Πιθοίγια 1η ημέρα της εορτής των Ανθεστηρίων και τα Λήναια μεγάλη εορτή κι εκ των αρχαιοτέρων. Με τις εορτές αυτές οι αρχαίοι Έλληνες ευχαριστούσαν τον Θεό για το δώρο του και για την ξενοιασιά, που απλόχερα τους μοίραζε.
Πηγή: Ελληνική Μυθολογία
Επειδή όμως γνώριζε πως η ζήλεια κι ο θυμός της Ήρας θα ξεσπάσουν στο νεογέννητο Διόνυσο, ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του, ο οποίος έδωσε τον Διόνυσο στην αδερφή της Σεμέλης, την Ινώ. Η Ήρα όμως τρέλανε την Ινώ και τον άνδρα της κι άρχισαν να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Ο Ερμής πρόλαβε και γλίτωσε τον μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύθηκε στις Νύμφες. Αυτές τον μεγάλωσαν με στοργή κι αγάπη, στο δάσος που κατοικούσαν, σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Όταν κάποτε ο βασιλιάς Λυκούργος τρόμαξε τον Διόνυσο, κυνηγώντας τις Νύμφες, ο Δίας τον τύφλωσε. Την ίδια τύχη είχαν και κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές που αιχμαλώτισαν τον Διόνυσο. Ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώθηκε σ’ ένα άγριο λιοντάρι, που οι βρυχηθμοί του έκαναν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Ο Διόνυσος τους μεταμόρφωσε όλους σε δελφίνια.
Ο Διόνυσος αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από τους ανθρώπους γιατί τους γνώρισε την υπέροχη γεύση του κρασιού. Λένε πως το πρωτοφανέρωσε στον βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος τους έφερε στον βασιλιά του. Ο Οινέας έστυψε τους καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια. Πάντα με το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο γύριζε στις πόλεις. Όπου έβρισκε φιλόξενους και πρόσχαρους ανθρώπους, τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν κρασί. Έτσι έγινε και με τους κατοίκους της Ικαρίας, που τον υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό. Λίγο πριν φύγει από τον τόπο τους, συμβούλεψε το βασιλιά τους τον Ικάριο να φυλάξει καλά το κρασί που έφτιαξε. Αυτός όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή του! Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται με άγριο τρόπο. Πάνω στην μέθη τους σκότωσαν τον Ικάριο κι η κόρη του Ηριγόνη αυτοκτόνησε απ’ την στενοχώρια της.
Σκληρός τιμωρός εμφανίζεται ο Διόνυσος στους εχθρούς του και σ’ όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο λατρείας του. Ενώ είναι γενναιόδωρος κι ευεργέτης για όσους τον τιμούν. Όταν ο βασιλιάς Μίδας φιλοξένησε το δάσκαλό του, το γέρο Σιληνό, που είχε χαθεί, αυτός δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του για να τον ευχαριστήσει. Ο άπληστος Μίδας ζήτησε να μπορεί ότι πιάνει να το μετατρέπει σε χρυσάφι. Σύντομα ο δύστυχος διαπίστωσε πως θα γινόταν βαθύπλουτος αλλά θα πέθαινε από την πείνα και τη δίψα. Το ψωμί που άγγιζε να φάει μετατρεπόταν σε χρυσό και το νερό που ήθελε να πιει σε χρυσαφένιες σταγόνες. Μετανιωμένος ζήτησε από το θεό να τον κάνει όπως πριν κι ο Διόνυσος που τον λυπήθηκε του είπε να λουστεί στα νερά του Πακτωλού για ν’ απαλλαγεί από το μαρτύριό του.
Οι γυναίκες στη ζωή του Διονύσου ήταν οι παραμάνες του όταν ήταν μικρός κι αργότερα οι συντρόφισσές του στ’ ασταμάτητα γλέντια του. Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη, όταν την είδε να κοιμάται. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξο η Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στ’ όνειρο του Θησέα και μ’ απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να τηνκάνει δική του. Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, εμφανίστηκε σαν σωτήρας ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα κι αφού έγινε ο γάμος τους, πέταξαν μακριά με το άρμα του.
Τον Διόνυσο σ’ όλα τα ταξίδια του τον ακολουθούσαν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι, οι Σιληνοί και πολλές φορές ο θεός Πάνας. Με επικεφαλής τον Διόνυσο η μεγάλη πολύβουη παρέα, ξεσήκωνε τον κόσμο με τις φωνές και τα τραγούδια της.Το κρασί έρεε άφθονο και το γλέντι έφτανε στο αποκορύφωμα. Η κεφάτη συντροφιά ταξίδευε από τόπο σε τόπο για να μάθουν όλοι οι άνθρωποι την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του οίνου. Τα ταξίδια τους ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι. Τον ενθουσιασμό και τη χαρά τους μετέδιδαν σ’ όσους συναντούσαν.
Οι Μαινάδες αντιπροσώπευαν το θηλυκό στοιχείο της συντροφιάς και κρατούσαν στο χέρι τους το θύρσο (ένα καλάμι τυλιγμένο με φύλλα κισσού ή κλήματος), όπως ο Διόνυσος. Μερικές φορές κρατούσαν φίδια ή άλλα ζώα. Τα ρούχα τους είναι ελαφρά για να μπορούν να χορεύουν χωρίς δυσκολία. Οι Σάτυροι κι οι Σιληνοί ήταν περίεργα όντα, μέχρι τη μέση άνθρωποι και το κάτω μέρος του σώματός τους ζώα. Ήταν φαλακροί, με μυτερά αυτιά και ουρά. Οι Σάτυροι είχαν πόδια και ουρά τράγου, ενώ οι Σιληνοί είχαν πόδια αλόγου. Πάντα συνόδευαν τον Διόνυσο στο γλέντι, χορεύοντας ασταμάτητα με τη συνοδεία μουσικών οργάνων ή παίζοντας οι ίδιοι τον αυλό και την κιθάρα. Ήταν όμως και πιστοί υπηρέτες του Διόνυσου.Έτρεχαν να βοηθήσουν όταν τους καλούσε στον τρύγο και στο πατητήρι. Άλλωστε αυτή η δουλειά για τους εύθυμους συντρόφους του θεού γινόταν διασκέδαση.
Προς τιμήν του Διονύσου ετελούντο τα Μεγάλα Διονύσια ή Διονύσια εν άστει, μία εκ των μεγαλυτέρων αττικών εορτών, τα μικρά Διονύσια ή εν Άγραις Μυστήρια, εορτή σχετικά με τα Ελευσίνια, οι Χύτροι 3η ημέρα της εορτης των Ανθεστηρίων, οι Χόες 2η ημέρα της εορτής των Ανθεστηρίων, τα Πιθοίγια 1η ημέρα της εορτής των Ανθεστηρίων και τα Λήναια μεγάλη εορτή κι εκ των αρχαιοτέρων. Με τις εορτές αυτές οι αρχαίοι Έλληνες ευχαριστούσαν τον Θεό για το δώρο του και για την ξενοιασιά, που απλόχερα τους μοίραζε.
Πηγή: Ελληνική Μυθολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου